夲 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

夲 ελληνικός ορισμός

tāo


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : bow case; to cover;
  • : rejoice;
  • : σκάβω
  • : τάο
  • : τάο
  • : braid; cord; sash;
  • : braid; cord; sash;
  • : bow case or scabbard; to hide; military strategy;
  • : gluttonous; see 饕餮[tao1 tie4], zoomorphic mask motif;
  • 𠬢 : 䧹