绦
                
                
                    
                    Απλοποιημένος χαρακτήρας
                    
                
            
                        絛
                    
                    
                        Παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                绦 ελληνικός ορισμός
        
            tāo
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - braid
- cord
- sash
tāo
- braid
- cord
- sash
