妁 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

妁 ελληνικός ορισμός

shuò

  • matchmaker
  • see 媒妁[mei2 shuo4]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : daub; thrust;
  • : beginning; first day of lunar month; north;
  • : long lance;
  • : to suck; to drink;
  • : λάμπω
  • : lance;
  • : μεγάλο
  • : hit with a pole; pole dance;
  • : pod; capsule;
  • : bright; to melt; to fuse;