娘
娘 ελληνικός ορισμός
niáng
- μητέρα
niáng
- μητέρα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 嬢 : Japanese variant of 孃|娘[niang2];
Λέξεις που περιέχουν 娘, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 姑娘 (gū niang) : κορίτσι
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 新娘 (xīn niáng) : νυφη