婨 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

婨 ελληνικός ορισμός

lún

(used in female names) (old)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to arrange;
  • : λουν
  • : Lun
  • : complete;
  • : to sink (into ruin, oblivion); to be reduced to;
  • : to classify; to twist silk; silk thread;
  • : tree name (archaic);
  • : ρόδα
  • : (metal); roentgenium (chemistry);