婨 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 婨 ελληνικός ορισμός lún (used in female names) (old) Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 仑 : to arrange; 伦 : λουν 侖 : Lun 囵 : complete; 沦 : to sink (into ruin, oblivion); to be reduced to; 纶 : to classify; to twist silk; silk thread; 芲 : tree name (archaic); 轮 : ρόδα 錀 : (metal); roentgenium (chemistry); 囵 錀