伦
倫
伦 ελληνικός ορισμός
lún
- λουν
lún
- λουν
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 伦, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 天伦之乐 (tiān lún zhī lè) : οικογενειακή διασκέδαση