宽
寬
宽 ελληνικός ορισμός
kuān
- πλάτος
kuān
- πλάτος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 宽, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
宽 (kuān): πλάτος
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 宽敞 (kuān chang) : ευρύχωρος
- 宽容 (kuān róng ) : ανεκτικός