宾
賓
宾 ελληνικός ορισμός
bīn
- αποθήκη
bīn
- αποθήκη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 宾
-
这是我们这儿最大的宾馆,可以住 300 个客人。
Zhè shì wǒmen zhè'er zuìdà de bīnguǎn, kěyǐ zhù 300 gè kèrén.
Λέξεις που περιέχουν 宾, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 宾馆 (bīn guǎn) : ξενοδοχειο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 嘉宾 (jiā bīn) : επισκέπτης