滨
濱
滨 ελληνικός ορισμός
bīn
- ακτή
bīn
- ακτή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 滨, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 海滨 (hǎi bīn) : παραλία