履
履 ελληνικός ορισμός
lǚ
- παπούτσι
lǚ
- παπούτσι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 履, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 履行 (lv3 xíng) : εκπληρώ