旅
旅 ελληνικός ορισμός
lǚ
- ταξίδι
lǚ
- ταξίδι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 旅
-
我们开车去旅游。
Wǒmen kāichē qù lǚyóu. -
坐船旅游。
Zuò chuán lǚyóu. -
我打算下个星期去旅游。
Wǒ dǎsuàn xià gè xīngqí qù lǚyóu. -
我爱旅游,去过几十个国家。
Wǒ ài lǚyóu, qùguò jǐ shí gè guójiā. -
今年夏天你选择去哪儿旅游?
Jīnnián xiàtiān nǐ xuǎnzé qù nǎ'er lǚyóu?
Λέξεις που περιέχουν 旅, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 旅游 (lv3 yóu) : ο τουρισμος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 旅行 (lǚ xíng ) : ταξίδι