巃 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

巃 ελληνικός ορισμός

lóng

  • steep
  • precipitous (of mountain)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : λαιμός
  • : twilight; approaching light of dawn; dim;
  • : bar; cage; gratings;
  • : rapids; waterfall; torrential (rain);
  • : Japanese variant of 瀧|泷[long2];
  • : tinkling of gem-pendants;
  • : infirmity; retention of urine;
  • : to grind; to mill;
  • 窿 : cavity; hole;
  • : Japanese variant of 龍|龙;
  • : κλουβί
  • : κουφός
  • : rising moon;
  • : Polygonum posumbu;
  • : to walk;
  • : μακρύς
  • : Dragon
  • : δράκων