笼
籠
笼 ελληνικός ορισμός
lóng
- κλουβί
lóng
- κλουβί
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 咙 : λαιμός
- 巃 : steep; precipitous (of mountain);
- 昽 : twilight; approaching light of dawn; dim;
- 栊 : bar; cage; gratings;
- 泷 : rapids; waterfall; torrential (rain);
- 滝 : Japanese variant of 瀧|泷[long2];
- 珑 : tinkling of gem-pendants;
- 癃 : infirmity; retention of urine;
- 砻 : to grind; to mill;
- 窿 : cavity; hole;
- 竜 : Japanese variant of 龍|龙;
- 聋 : κουφός
- 胧 : rising moon;
- 茏 : Polygonum posumbu;
- 躘 : to walk;
- 隆 : μακρύς
- 龍 : Dragon
- 龙 : δράκων
Λέξεις που περιέχουν 笼, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 灯笼 (dēng lóng) : φανός
- 笼罩 (lǒng zhào) : τυλιγμένος