弄
弄 ελληνικός ορισμός
nòng
- κάνω
nòng
- κάνω
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 弄
-
小狗把房间弄得很乱。
Xiǎo gǒu bǎ fángjiān nòng dé hěn luàn. -
请不要把顺序弄乱了。
Qǐng bùyào bǎ shùnxù nòng luànle. -
我不小心把衣服弄脏了。
Wǒ bù xiǎoxīn bǎ yīfú nòng zāng le.
Λέξεις που περιέχουν 弄, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
弄 (nòng): κάνω
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 玩弄 (wán nòng) : παίζω