弥
彌
弥 ελληνικός ορισμός
mí
- μι
mí
- μι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 弥, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 弥补 (mí bǔ) : μακιγιάζ
- 弥漫 (mí màn) : διαχέω