悝 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

悝 ελληνικός ορισμός

kuī

  • to laugh at

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : έλλειμμα
  • : cut open and clean;
  • 岿 : high and mighty (of mountain); hilly;
  • : helmet;
  • : to peep; to pry into;