抹
抹 ελληνικός ορισμός
mǒ
- σκουπίζω
mǒ
- σκουπίζω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 麿 : Japanese kokuji pr. maro; I; you;
Λέξεις που περιέχουν 抹, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 抹杀 (mǒ shā) : σβήνω
- 涂抹 (tú mǒ) : κηλίδα