抿 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

抿 ελληνικός ορισμός

mǐn

  • purse up (lips)
  • to smooth

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to scrape; to pare;
  • : to sympathize; to pity; to feel compassion for;
  • : strong; robust; vigorous;
  • : ευαίσθητος
  • : to vanish; to die out; to obliterate;
  • : mixed, confused; pity;
  • : dish; vessel; shallow container; rad. no. 108;
  • : Min
  • : short name for Fujian province 福建[Fu2 jian4]; also pr. [Min2];
  • : toad;