敏
敏 ελληνικός ορισμός
mǐn
- ευαίσθητος
mǐn
- ευαίσθητος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 刡 : to scrape; to pare;
- 悯 : to sympathize; to pity; to feel compassion for;
- 抿 : purse up (lips); to smooth;
- 敃 : strong; robust; vigorous;
- 泯 : to vanish; to die out; to obliterate;
- 湣 : mixed, confused; pity;
- 皿 : dish; vessel; shallow container; rad. no. 108;
- 闵 : Min
- 闽 : short name for Fujian province 福建[Fu2 jian4]; also pr. [Min2];
- 黾 : toad;
Λέξεις που περιέχουν 敏, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 过敏 (guò mǐn) : αλλεργία
- 敏感 (mǐn gǎn) : ευαίσθητος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 灵敏 (líng mǐn) : ευαίσθητος
- 敏捷 (mǐn jié) : ευκίνητος
- 敏锐 (mǐn ruì) : οξύς