拈 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

拈 ελληνικός ορισμός

niān

  • to nip
  • to grasp with the fingers
  • to fiddle with
  • Taiwan pr. [nian2]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to fade; to wither; to wilt; listless;