拚 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

拚 ελληνικός ορισμός

pàn

  • to disregard
  • to reject

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : δικαστής
  • : επαναστάτης
  • : (literary) to melt; to dissolve;
  • : τράπεζα
  • : ελπίδα
  • : robe;
  • : loop; belt; band; to tie together; to stitch together;
  • : pleasing; clever talk;
  • : disperse;