爿 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

爿 ελληνικός ορισμός

pán

  • classifier for strips of land or bamboo, shops, factories etc
  • slit bamboo or chopped wood (dialect)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά