挞 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

挞 ελληνικός ορισμός

  • flog
  • rapid

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to despair;
  • : to drink; to swallow;
  • : επέκταση
  • : to make a rubbing;
  • : couch;
  • : a coarse, woollen serge;
  • : name of a river;
  • : to talk fast;
  • : πάτημα
  • : ανέβα
  • : abundant; mixed;
  • : careless, negligent, slipshod; see 邋遢[la1 ta5];
  • : to encase the end with metal;
  • : thallium;
  • : door of an inner room;
  • : door or window in an upper story;
  • 𦐇 : 㸒