拓
拓 ελληνικός ορισμός
tà
- επέκταση
tà
- επέκταση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 嗒 : to despair;
- 嚃 : to drink; to swallow;
- 挞 : flog; rapid;
- 搨 : to make a rubbing;
- 榻 : couch;
- 毾 : a coarse, woollen serge;
- 漯 : name of a river;
- 譶 : to talk fast;
- 踏 : πάτημα
- 蹋 : ανέβα
- 遝 : abundant; mixed;
- 遢 : careless, negligent, slipshod; see 邋遢[la1 ta5];
- 錔 : to encase the end with metal;
- 鎉 : thallium;
- 闼 : door of an inner room;
- 阘 : door or window in an upper story;
- 𦐇 : 㸒
Λέξεις που περιέχουν 拓, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 开拓 (kāi tuò) : ανοίγω