掀
掀 ελληνικός ορισμός
xiān
- ανελκυστήρας
xiān
- ανελκυστήρας
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 仙 : σεντ
- 先 : πρώτα
- 孅 : cunning; slender;
- 憸 : artful; flattering;
- 暹 : sunrise;
- 杴 : shovel; variant of 鍁|锨[xian1];
- 氙 : xenon (chemistry);
- 祆 : Ormazda, the Sun God of the Zoroastrians and Manicheans; the Sun God;
- 秈 : common rice;
- 籼 : long-grained rice; same as 秈;
- 繊 : Japanese variant of 纖|纤;
- 纤 : ινα
- 跹 : to manner of dancing; to walk around;
- 酰 : acid radical; -acyl (chemistry);
- 铦 : fish-spear; sharp;
- 锨 : shovel;
- 韱 : wild onions or leeks;
- 鲜 : φρέσκο
Λέξεις που περιέχουν 掀, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 掀起 (xiān qǐ) : συμψηφίσει