揻 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

揻 ελληνικός ορισμός

wēi

(dialect) to bend (a long and thin object)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to cuddle;
  • : σε κίνδυνο
  • : το κύρος
  • : lofty; towering; Taiwan pr. [wei2];
  • : μικρο-
  • : the pivots, at the top and bottom of a Chinese door, on which the door turns;
  • : cove; bay; a bend or nook in the hills; the curve of a bow;
  • : drizzle; fine rain;
  • : light rain;
  • : three-cornered stove;
  • : to simmer; to roast in ashes;
  • : μαραίνω
  • : luxuriant;
  • : Osmunda regalis, a species of fern; Taiwan pr. [wei2];
  • : winding, curving; swagger;
  • : bay; cove;
  • 𢼸 : 兪