萎
萎 ελληνικός ορισμός
wēi
- μαραίνω
wēi
- μαραίνω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 偎 : to cuddle;
- 危 : σε κίνδυνο
- 威 : το κύρος
- 巍 : lofty; towering; Taiwan pr. [wei2];
- 微 : μικρο-
- 揻 : (dialect) to bend (a long and thin object);
- 椳 : the pivots, at the top and bottom of a Chinese door, on which the door turns;
- 渨 : cove; bay; a bend or nook in the hills; the curve of a bow;
- 溦 : drizzle; fine rain;
- 溾 : light rain;
- 烓 : three-cornered stove;
- 煨 : to simmer; to roast in ashes;
- 葳 : luxuriant;
- 薇 : Osmunda regalis, a species of fern; Taiwan pr. [wei2];
- 逶 : winding, curving; swagger;
- 隈 : bay; cove;
- 𢼸 : 兪
Λέξεις που περιέχουν 萎, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 枯萎 (kū wěi ) : μαραμένο