摞 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

摞 ελληνικός ορισμός

luò

  • to pile up
  • to stack
  • a pile
  • a stack

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : name of a river;
  • : Luo
  • : neck-ornament;
  • : string on which coins are strung;
  • : δίκτυο
  • : brindled ox; clear; eminent;
  • : πτώση
  • : black horse with white mane; fearful;
  • : camel; white horse with a black mane (archaic);
  • 𣎆 : 𣎆