擦 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

擦 ελληνικός ορισμός

  • τρίψιμο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 擦

  • 我已经把窗户擦干净了。
    Wǒ yǐjīng bǎ chuānghù cā gānjìngle.
  • 热了吧,用毛巾擦擦汗吧。
    Rèle ba, yòng máojīn cā cā hàn ba.

Λέξεις που περιέχουν 擦, ανά επίπεδο HSK