擦
擦 ελληνικός ορισμός
cā
- τρίψιμο
cā
- τρίψιμο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 嚓 : 嚓
Παραδείγματα ποινών με 擦
-
我已经把窗户擦干净了。
Wǒ yǐjīng bǎ chuānghù cā gānjìngle. -
热了吧,用毛巾擦擦汗吧。
Rèle ba, yòng máojīn cā cā hàn ba.
Λέξεις που περιέχουν 擦, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
擦 (cā): τρίψιμο
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 摩擦 (mó cā) : τριβή