摩擦 έννοια και προφορά

摩擦
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

摩擦 ελληνικός ορισμός

mó cā

  • τριβή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mó): μω
  • (cā): τρίψιμο