擨 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

擨 ελληνικός ορισμός

  • archaic variant of 揶[ye2]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to gesticulate; to play antics;
  • : αρχοντας