爷 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

爷 ελληνικός ορισμός

  • αρχοντας

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to gesticulate; to play antics;
  • : archaic variant of 揶[ye2];

Παραδείγματα ποινών με 爷

  • 爷爷住院了,我很担心。
    Yéyé zhùyuànle, wǒ hěn dānxīn.
  • 爷爷六十岁了,但是看起来一点儿也不老。
    Yéyé liùshí suìle, dànshì kàn qǐlái yīdiǎn er yě bùlǎo.
  • 爷爷,请您坐这儿吧。
    Yéyé, qǐng nín zuò zhè'er ba.
  • 爷爷正在听广播。
    Yéyé zhèngzài tīng guǎngbò.
  • 爷爷非常喜欢自己的孙子。
    Yéyé fēicháng xǐhuān zìjǐ de sūnzi.

Λέξεις που περιέχουν 爷, ανά επίπεδο HSK