攀
攀 ελληνικός ορισμός
pān
- αναρρίχηση
pān
- αναρρίχηση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 攀, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 攀登 (pān dēng) : η ανάβαση