攀登 έννοια και προφορά

攀登
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

攀登 ελληνικός ορισμός

pān dēng

  • η ανάβαση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pān): αναρρίχηση
  • (dēng): σανίδα