斎 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

斎 ελληνικός ορισμός

zhāi

  • Japanese variant of 齋|斋[zhai1]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : διαλέγω
  • : to fast or abstain from meat, wine etc; vegetarian diet; study room; building; to give alms (to a monk);