暸 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

暸 ελληνικός ορισμός

liáo

  • bright
  • clear

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : bureaucrat; colleague;
  • : clear sound; cry (of cranes etc);
  • : good; smart; to play;
  • : empty; lonesome; very few;
  • : Laos;
  • : penis;
  • : to rely on;
  • : to strangle; to inquire into;
  • : keep tidy and repaired; sew;
  • : to burn; to set afire;
  • : fierce; hunt; name of a tribe;
  • : θεραπευτική αγωγή
  • : to wind round; to sew with slanting stitches;
  • : κουβέντα
  • : fat on intestines;
  • : name of a state during Han Dynasty;
  • : λιάο
  • : wind in high places;
  • : (literary) hip bone; (TCM) space between two joints;
  • : eastern wren;