聊
聊 ελληνικός ορισμός
liáo
- κουβέντα
liáo
- κουβέντα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 僚 : bureaucrat; colleague;
- 嘹 : clear sound; cry (of cranes etc);
- 嫽 : good; smart; to play;
- 寥 : empty; lonesome; very few;
- 寮 : Laos;
- 屪 : penis;
- 憀 : to rely on;
- 摎 : to strangle; to inquire into;
- 敹 : keep tidy and repaired; sew;
- 暸 : bright; clear;
- 燎 : to burn; to set afire;
- 獠 : fierce; hunt; name of a tribe;
- 疗 : θεραπευτική αγωγή
- 缭 : to wind round; to sew with slanting stitches;
- 膋 : fat on intestines;
- 膫 : name of a state during Han Dynasty;
- 辽 : λιάο
- 飂 : wind in high places;
- 髎 : (literary) hip bone; (TCM) space between two joints;
- 鹩 : eastern wren;
Παραδείγματα ποινών με 聊
-
我们经常在网上聊天。
Wǒmen jīngcháng zài wǎngshàng liáotiān. -
周末我一个人在家,很无聊。
Zhōumò wǒ yīgè rén zài jiā, hěn wúliáo.
Λέξεις που περιέχουν 聊, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 聊天 (liáo tiān) : για συνομιλία
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 无聊 (wú liáo) : βαριέμαι