棍
棍 ελληνικός ορισμός
gùn
- ραβδί
gùn
- ραβδί
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 棍, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 棍棒 (gùn bàng) : ραβδί