棹 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

棹 ελληνικός ορισμός

zhào

  • oar (archaic)
  • scull
  • paddle
  • to row
  • a boat

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : τρισεκατομμύριο
  • : κλήση
  • : chirp;
  • : sacrifice;
  • : banner;
  • : name invented for herself by Tang empress Wu Zetian 武則天|武则天[Wu3 Ze2 tian1];
  • : σύμφωνα με
  • : loosely woven bamboo ladle;
  • : κάλυμμα
  • : the start; the origin;
  • : imperial order;
  • : to surpass (old);
  • : pheasant;