照
照 ελληνικός ορισμός
zhào
- σύμφωνα με
zhào
- σύμφωνα με
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 兆 : τρισεκατομμύριο
- 召 : κλήση
- 啅 : chirp;
- 垗 : sacrifice;
- 旐 : banner;
- 曌 : name invented for herself by Tang empress Wu Zetian 武則天|武则天[Wu3 Ze2 tian1];
- 棹 : oar (archaic); scull; paddle; to row; a boat;
- 笊 : loosely woven bamboo ladle;
- 罩 : κάλυμμα
- 肇 : the start; the origin;
- 诏 : imperial order;
- 赵 : to surpass (old);
- 鵫 : pheasant;
Παραδείγματα ποινών με 照
-
你的护照办好了吗?
Nǐ de hùzhào bàn hǎole ma? -
坏了,我忘记带护照了。
Huàile, wǒ wàngjì dài hùzhàole. -
下个月我要离开一段时间,你好好照顾自己。
Xià gè yuè wǒ yào líkāi yīduàn shíjiān, nǐ hǎohǎo zhàogù zìjǐ. -
我生病了,妈妈一直照顾我。
Wǒ shēngbìngle, māmā yīzhí zhàogù wǒ. -
这些年,他给了我们很多照顾。
Zhèxiē nián, tā gěile wǒmen hěnduō zhàogù.
Λέξεις που περιέχουν 照, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 护照 (hù zhào) : διαβατήριο
- 照顾 (zhào gu) : μεριμνώ
- 照片 (zhào piàn) : φωτογραφία
- 照相机 (zhào xiàng jī) : φωτογραφικη μηχανη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 按照 (àn zhào) : σύμφωνα με
-
照 (zhào ): σύμφωνα με
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 照常 (zhào cháng) : ως συνήθως
- 执照 (zhí zhào) : άδεια
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 参照 (cān zhào) : αναφορά
- 对照 (duì zhào) : ελεγχος
- 关照 (guān zhào) : φροντίδα
- 照样 (zhào yàng) : ακόμη
- 照耀 (zhào yào) : λάμψη