楽 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

楽 ελληνικός ορισμός

  • Japanese variant of 樂|乐[le4]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : διασκέδαση
  • : surplus; tithe;
  • : to rein in; to compel; to force; to carve; to engrave; (literary) to command; to lead; lux (unit of illumination); (literary) bridle;
  • : place names;
  • : divination by straw;
  • : fun
  • : to write;
  • : rocky;
  • : layer; vein;
  • : Chinese herring (Ilisha elongata); white herring; slender shad;