乐
樂
乐 ελληνικός ορισμός
lè
- διασκέδαση
lè
- διασκέδαση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 仂 : surplus; tithe;
- 勒 : to rein in; to compel; to force; to carve; to engrave; (literary) to command; to lead; lux (unit of illumination); (literary) bridle;
- 叻 : place names;
- 扐 : divination by straw;
- 楽 : Japanese variant of 樂|乐[le4];
- 樂 : fun
- 泐 : to write;
- 砳 : rocky;
- 阞 : layer; vein;
- 鳓 : Chinese herring (Ilisha elongata); white herring; slender shad;
Παραδείγματα ποινών με 乐
-
生日快乐!
Shēngrì kuàilè! -
我从小就爱好音乐。
Wǒ cóngxiǎo jiù àihào yīnyuè. -
他对音乐极感兴趣。
Tā duì yīnyuè jí gǎn xìngqù. -
他喜欢一边看书,一边听音乐。
Tā xǐhuān yībiān kànshū, yībiān tīng yīnyuè. -
她最喜欢看音乐节目。
Tā zuì xǐhuān kàn yīnyuè jiémù.
Λέξεις που περιέχουν 乐, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 快乐 (kuài lè) : ευτυχισμένος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 音乐 (yīn yuè) : μουσικη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 俱乐部 (jù lè bù) : λέσχη
- 乐观 (lè guān) : αισιοδοξία
- 娱乐 (yú lè) : ψυχαγωγία
- 乐器 (yuè qì ) : μουσικό όργανο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 欢乐 (huān lè) : χαρά
- 乐趣 (lè qù) : ευχαρίστηση
- 乐意 (lè yì) : πρόθυμος
- 天伦之乐 (tiān lún zhī lè) : οικογενειακή διασκέδαση
- 喜闻乐见 (xǐ wén lè jiàn) : λατρεύω να ακούω
- 乐谱 (yuè pǔ) : φύλλα μουσικής
- 知足常乐 (zhī zú cháng lè) : ικανοποίηση