欵 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

欵 ελληνικός ορισμός

kuǎn

  • to treat well
  • to detain
  • variant of 款[kuan3]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (tree); stand for sacrifice;
  • : παράγραφος