款 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

款 ελληνικός ορισμός

kuǎn

  • παράγραφος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (tree); stand for sacrifice;
  • : to treat well; to detain; variant of 款[kuan3];

Παραδείγματα ποινών με 款

  • 购物可以在网上付款。
    Gòuwù kěyǐ zài wǎngshàng fùkuǎn.

Λέξεις που περιέχουν 款, ανά επίπεδο HSK