歲 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

歲 ελληνικός ορισμός

suì

  • year old

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : archaic variant of 遂[sui4];
  • : tassel;
  • : ετών
  • : (tree);
  • : Japanese variant of 歲|岁;
  • : fire; speculum; to obtain fire by drilling wood, striking flint, sun's rays etc;
  • : pendant girdle-ornaments;
  • : bright eye; clear;
  • : σπασμένος
  • : evil spirit;
  • : Japanese variant of 穗[sui4];
  • : ear of grain; fringe; tassel;
  • : ear of grain;
  • : fine and loose cloth; tassel;
  • : grave-clothes;
  • : abuse;
  • : money and property;
  • : to satisfy; to succeed; then; thereupon; finally; unexpectedly; to proceed; to reach;
  • : deep; distant; mysterious;
  • : speculum;
  • : σήραγγα