隨 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

隨 ελληνικός ορισμός

suí

  • With

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to pacify; Taiwan pr. [sui1];
  • : 畧
  • : the Sui dynasty (581-617 AD); surname Sui;
  • : ακολουθηστε
  • : sparrow; revolve; place name;