殛
殛 ελληνικός ορισμός
jí
- θρυμματίζω
jí
- θρυμματίζω
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㗊 : 𦈢
- 亟 : επειγόντως
- 亼 : 棥
- 亽 : κουάν
- 伋 : σχεδιάζω
- 佶 : τζι
- 即 : το οποίο είναι
- 及 : και
- 吉 : τζι
- 堲 : 堲
- 嫉 : ζηλιάρης
- 岌 : επικίνδυνος
- 嵴 : κορυφογραμμή
- 庴 : 庴
- 急 : ανήσυχος
- 戢 : συμμορία
- 极 : πόλος
- 棘 : σπονδυλικη στηλη
- 楫 : κουπί
- 汲 : σχεδιάζω
- 潗 : φιλικός
- 濈 : 濈
- 疾 : ασθένεια
- 瘠 : άγονος
- 笈 : 笈
- 籍 : ιδιότητα μέλους
- 级 : επίπεδο
- 耤 : μεγάλο
- 芨 : splendens
- 茍 : γκου
- 蒺 : 蒺
- 蕺 : 蕺
- 藉 : δανείζομαι
- 蝍 : 蝍
- 襋 : γιακά
- 踖 : περπατήστε με σεβασμό
- 蹐 : σφαλιάρα
- 辑 : επεξεργασία
- 钑 : 钑
- 集 : σειρά
- 鹡 : σουσουράδα