急
急 ελληνικός ορισμός
jí
- ανήσυχος
jí
- ανήσυχος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㗊 : 𦈢
- 亟 : επειγόντως
- 亼 : 棥
- 亽 : κουάν
- 伋 : σχεδιάζω
- 佶 : τζι
- 即 : το οποίο είναι
- 及 : και
- 吉 : τζι
- 堲 : 堲
- 嫉 : ζηλιάρης
- 岌 : επικίνδυνος
- 嵴 : κορυφογραμμή
- 庴 : 庴
- 戢 : συμμορία
- 极 : πόλος
- 棘 : σπονδυλικη στηλη
- 楫 : κουπί
- 殛 : θρυμματίζω
- 汲 : σχεδιάζω
- 潗 : φιλικός
- 濈 : 濈
- 疾 : ασθένεια
- 瘠 : άγονος
- 笈 : 笈
- 籍 : ιδιότητα μέλους
- 级 : επίπεδο
- 耤 : μεγάλο
- 芨 : splendens
- 茍 : γκου
- 蒺 : 蒺
- 蕺 : 蕺
- 藉 : δανείζομαι
- 蝍 : 蝍
- 襋 : γιακά
- 踖 : περπατήστε με σεβασμό
- 蹐 : σφαλιάρα
- 辑 : επεξεργασία
- 钑 : 钑
- 集 : σειρά
- 鹡 : σουσουράδα
Παραδείγματα ποινών με 急
-
你别急,我们再想想办法。
Nǐ bié jí, wǒmen zài xiǎng xiǎng bànfǎ. -
遇到事情,不要着急。
Yù dào shìqíng, bùyào zhāojí.
Λέξεις που περιέχουν 急, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 着急 (zháo jí) : ανήσυχος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 急忙 (jí máng) : βιαστικά
- 急诊 (jí zhěn ) : επείγον
- 紧急 (jǐn jí) : επείγων
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 当务之急 (dāng wù zhī jí) : επιτακτικός
- 急功近利 (jí gōng jìn lì) : γρήγορη επιτυχία
- 急剧 (jí jù) : αιχμηρός
- 急切 (jí qiè) : πρόθυμος
- 急于求成 (jí yú qiú chéng) : πρόθυμος για επιτυχία
- 急躁 (jí zào) : ανυπόμονος
- 焦急 (jiāo jí) : ανήσυχος