涂
涂 ελληνικός ορισμός
tú
- χρώμα
tú
- χρώμα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 図 : Japanese variant of 圖|图;
- 图 : εικόνα
- 屠 : to slaughter (animals for food); to massacre;
- 峹 : name of a mountain;
- 嵞 : Mt Tu in Zhejiang; also written 涂;
- 徒 : μόνο
- 瘏 : be injured; ill (of animals);
- 稌 : sticky rice;
- 腯 : fat (of pigs);
- 荼 : thistle; common sowthistle (Sonchus oleraceus); bitter (taste); cruel; flowering grass in profusion;
- 葖 : follicle;
- 途 : τρόπος
- 酴 : yeast;
Λέξεις που περιέχουν 涂, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 糊涂 (hú tu) : ταραγμένος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 涂抹 (tú mǒ) : κηλίδα