涙 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 涙 ελληνικός ορισμός lèi Japanese variant of 淚|泪[lei4] Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 泪 : δάκρυα 礧 : roll stone down hill; stone pile; 类 : τάξη 累 : κουρασμένος 肋 : rib; Taiwan pr. [le4]; 酹 : pour out libation; sprinkle; 颣 : flaw; knot; 酹 颣